Στην ελληνική μυθολογία, το λιοντάρι της Νεμέας ήταν ένα λιοντάρι που ζούσε στην περιοχή της Νεμέας και σκόρπιζε τον φόβο.
Ήταν απόγονος του Τυφώνος και της Έχιδνας ή του Όρθρου και της Χίμαιρας. Υπάρχει ακόμα η άποψη ότι έπεσε από τη Σελήνη και ήταν απόγονος του θεού Δία και της θεάς Σελήνης. Το θηρίο αυτό σκοτώθηκε τελικά από τον Ηρακλή.
Η θανάτωση του λιονταριού του ήταν ο πρώτος άθλος που ανατέθηκε στον Ηρακλή από τον Ευρυσθέα (βασιλιά των Μυκηνών).
Ο Λέων είχε πολύ σκληρό δέρμα, το οποίο δεν μπορούσε να τρυπηθεί από όπλο. O Ηρακλής χρησιμοποίησε στην αρχή το τόξο και το σπαθί του, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά πάλεψε ο ίδιος με γυμνά χέρια με το θηρίο και το έπνιξε. Στη συνέχεια προσπάθησε να το γδάρει, αλλά και αυτό στάθηκε αδύνατο. Η θεά Αθηνά του συνέστησε να χρησιμοποιήσει τα δόντια του ίδιου του ζώου, όπως και έκανε ο Ηρακλής, καταφέρνοντας τελικά να του πάρει το δέρμα.
Ο ήρωας φόρεσε την «λεοντή» (δέρμα, τομάρι λέοντος) και πήγε στον Ευρυσθέα να του πει ότι εκτέλεσε την πρώτη αποστολή του. Μόλις τον είδε να μπαίνει ο Ευρυσθέας τρομοκρατήθηκε, νομίζοντας ότι επρόκειτο για το ίδιο το Λιοντάρι, και κρύφτηκε σε ένα πιθάρι. Ο Ηρακλής κράτησε τη λεοντή και τη φορούσε πάντα, ως πανοπλία.
Όταν ο ήρωας έφτασε στη Νεμέα για να σκοτώσει το λιοντάρι, τον φιλοξένησε ο Μόλορχος, ένας ντόπιος βοσκός. Ο Μόλορχος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που απέδωσε στον Ηρακλή θεϊκές τιμές.
Το νεκρό σώμα του Λέοντος μεταφέρθηκε από τους θεούς στον ουρανό και σχημάτισε τον Αστερισμό του Λέοντα.